1 ευκοσμως
(ἱστάμεναι πελέκεας Hom.)
(εὐκοσμότατα καὴ λαμπρότατα προσάγειν Xen.)
(διαλέγεσθαί τινι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > ευκοσμως